- ταχυμετάβολος
- -ον, ΜΑαυτός που μεταβάλλεται γρήγορα («διὰ τό ταχυμετάβολον τῶν ὑπό τὸν ἰσημερινόν πνευμάτων», Πτολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + μετάβολος «μεταβλητός» (πρβλ. πολυ-μετάβολος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχυμετάβολον — ταχυμετάβολος quickly changing masc/fem acc sg ταχυμετάβολος quickly changing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυμεταβόλους — ταχυμετάβολος quickly changing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek